πελάσαι

πελάσαι
πελά̱σᾱͅ , πελάω
pres part act fem dat sg (doric)
πελά̱σαῑ , πελάω
aor opt act 3rd sg (doric aeolic)
πελά̱σᾱͅ , πελάζω
approach
fut part act fem dat sg (attic doric)
πελάζω
approach
aor inf act
πελάσαῑ , πελάζω
approach
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιπελάζω — ἐπιπελάζω (Α) [πελάζω] φέρνω κάτι κοντά, πλησιάζω («πρὶν ἐπὶ ξίφος αἵματι σῷ πελάσαι», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • πελάζω — ΝΑ παροιμ. φρ. «ὅμοιος ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» ο άνθρωπος αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η φράση από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β) αρχ. 1. έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω («ἐντὸς γὰρ πολλοῡ… …   Dictionary of Greek

  • προνοώ — προνοῶ, έω, ΝΜΑ [νοῶ] δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.) μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”